Greek Meaning of compounded

σύνθετος

Other Greek words related to σύνθετος

Definitions and Meaning of compounded in English

Wordnet

compounded (s)

combined into or constituting a chemical compound

FAQs About the word compounded

σύνθετος

combined into or constituting a chemical compound

μικτός,συνδυασμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),συγχωνευμένο,αναμεμιγμένα,μικτός,μικτός,αναμεμειγμένος,ανάμικτος,φθηνή, φτηνή

συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,ατόφιος,απαύστως,αμόλυντος

compound sentence => συνθετική πρόταση, compound protein => σύνθετη πρωτεΐνη, compound pistil => Σύνθετο ύπερο, compound pendulum => Σύνθετο εκκρεμές, compound number => Σύνθετος αριθμός,