Greek Meaning of compounded
σύνθετος
Other Greek words related to σύνθετος
- μικτός
- συνδυασμένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- μικτός
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- φθηνή, φτηνή
- συσπειρώθηκε
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- βεβηλωμένος
- παραποιημένο
- βρώμικος
- λερωμένος
- κακομαθημένος
- Νοθευμένο
- κράμα
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος
- βρώμικος με μούργα
- λερωμένος
- Μολυσμένος
- Αραίωση
- αραιωμένο
- Μολυσμένος
- Ακάθαρτος
- Φλιδωτός
- Κηλιδωμένος
- μολυσμένος
- μολυσμένος
- αραιωμένος
- Ακατέργαστος
- εξασθενημένος
- Μολυσμένο
- αδιευκρίνιστος
- αφιλτράριστο
- συμπυκνωμένος
- φιλτραρισμένο
- καλό
- απλός
- καθαρός
- εκλεπτυσμένος
- ίσιος
- ατόφιος
- απαύστως
- αμόλυντος
- ατόφιο
- αδιάλυτος
- ανάμικτος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- καθαρισμένος
- διευκρίνισε
- καθαρός
- στείρος
- δυνατός
- ασύνδετος
- Εξαιρετικά καθαρό
- Καθαρός
- άμωμος
- παστεριωμένο / παστεριωμένος
- άψογος
- ανοξείδωτο
- στείρωση
- αμόλυντος
- εξαιρετικά εκλεπτυσμένος
Nearest Words of compounded
- compound sentence => συνθετική πρόταση
- compound protein => σύνθετη πρωτεΐνη
- compound pistil => Σύνθετο ύπερο
- compound pendulum => Σύνθετο εκκρεμές
- compound number => Σύνθετος αριθμός
- compound morphology => Σύνθετη μορφολογία
- compound microscope => Σύνθετο μικροσκόπιο
- compound lever => Σύνθετος μοχλός
- compound lens => Σύνθετος φακός
- compound leaf => σύνθετο φύλλο
- compounding => σύνθετη
- comprehend => κατανοώ
- comprehended => Κατάλαβα
- comprehendible => κατανοητός
- comprehensibility => κατανοητότητα
- comprehensible => κατανοητός
- comprehension => κατανόηση
- comprehensive => ολοκληρωμένο
- comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση
- comprehensive school => Ενιαίο σχολείο
Definitions and Meaning of compounded in English
compounded (s)
combined into or constituting a chemical compound
FAQs About the word compounded
σύνθετος
combined into or constituting a chemical compound
μικτός,συνδυασμένος,ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία),συγχωνευμένο,αναμεμιγμένα,μικτός,μικτός,αναμεμειγμένος,ανάμικτος,φθηνή, φτηνή
συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,ατόφιος,απαύστως,αμόλυντος
compound sentence => συνθετική πρόταση, compound protein => σύνθετη πρωτεΐνη, compound pistil => Σύνθετο ύπερο, compound pendulum => Σύνθετο εκκρεμές, compound number => Σύνθετος αριθμός,