Greek Meaning of comprehended
Κατάλαβα
Other Greek words related to Κατάλαβα
- εκτιμημένος
- αποκρυπτογραφημένο
- άρπαξε
- ήξερε
- αναγνωρισμένος
- είδε
- καταλαβαίνω
- συλληφθεί
- αφομοιωμένος
- αντικρίζει
- αναγνωρισμένο
- συλληφθεί
- αποκωδικοποιημένο
- διακρίνει
- σκάβω
- πήρα
- Κατάλαβα
- διαισθητική
- έκανε
- αντιλαμβανόμενος
- πραγματοποιημένο
- καταχωρημένο
- κατάσχεται
- αντιληφθεί
- απορροφάται
- πιάστηκε
- έπιασμενος
- περιτριγυρισμένο
- βαμβακερά (σε ή σε)
- χωνεμένος
- απύθμενος
- φτιαγμένος
- παρατηρήθηκε
- τρυπητός
- έμπειρος
- πήρε μέσα
- έπεσε
- το αντιλήφθηκα
Nearest Words of comprehended
- comprehend => κατανοώ
- compounding => σύνθετη
- compounded => σύνθετος
- compound sentence => συνθετική πρόταση
- compound protein => σύνθετη πρωτεΐνη
- compound pistil => Σύνθετο ύπερο
- compound pendulum => Σύνθετο εκκρεμές
- compound number => Σύνθετος αριθμός
- compound morphology => Σύνθετη μορφολογία
- compound microscope => Σύνθετο μικροσκόπιο
- comprehendible => κατανοητός
- comprehensibility => κατανοητότητα
- comprehensible => κατανοητός
- comprehension => κατανόηση
- comprehensive => ολοκληρωμένο
- comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση
- comprehensive school => Ενιαίο σχολείο
- comprehensively => Περιεκτικός
- comprehensiveness => πληρότητα
- compress => συμπιέζω
Definitions and Meaning of comprehended in English
comprehended (s)
fully understood or grasped
FAQs About the word comprehended
Κατάλαβα
fully understood or grasped
εκτιμημένος,αποκρυπτογραφημένο,άρπαξε,ήξερε,αναγνωρισμένος,είδε,καταλαβαίνω,συλληφθεί,αφομοιωμένος,αντικρίζει
έχασε,παρεξηγημένος,εσφαλμένη,παρερμηνεύτηκε,ερμηνευμένο εσφαλμένα,παρερμηνεία,λάθος,παρεξηγημένο,παρεξηγημένος
comprehend => κατανοώ, compounding => σύνθετη, compounded => σύνθετος, compound sentence => συνθετική πρόταση, compound protein => σύνθετη πρωτεΐνη,