Greek Meaning of beheld
αντικρίζει
Other Greek words related to αντικρίζει
- εκτιμημένος
- Κατάλαβα
- αποκρυπτογραφημένο
- διακρίνει
- άρπαξε
- ήξερε
- πραγματοποιημένο
- αναγνωρισμένος
- είδε
- καταλαβαίνω
- συλληφθεί
- αφομοιωμένος
- πιάστηκε
- έπιασμενος
- αναγνωρισμένο
- περιτριγυρισμένο
- συλληφθεί
- αποκωδικοποιημένο
- σκάβω
- πήρα
- διαισθητική
- έκανε
- φτιαγμένος
- αντιλαμβανόμενος
- παρατηρήθηκε
- καταχωρημένο
- έμπειρος
- κατάσχεται
- αντιληφθεί
- έπεσε
- το αντιλήφθηκα
- απορροφάται
- βαμβακερά (σε ή σε)
- χωνεμένος
- απύθμενος
- Κατάλαβα
- τρυπητός
- πήρε μέσα
Nearest Words of beheld
- beheaded => αποκεφαλισμένος
- beheadal => αποκεφαλισμένο
- behaviouristic psychology => Συμπεριφορισμός
- behaviouristic => συμπεριφοριστικός
- behaviourist => συμπεριφοριστής
- behaviourism => συμπεριφορισμός
- behavioural => συµπεριφορικός
- behaviour => συμπεριφορά
- behavioristic psychology => Συμπεριφοριστική ψυχολογία
- behavioristic => behavioristicέ
Definitions and Meaning of beheld in English
beheld ()
imp. & p. p. of Behold.
beheld (imp. & p. p.)
of Behold
FAQs About the word beheld
αντικρίζει
imp. & p. p. of Behold., of Behold
εκτιμημένος,Κατάλαβα,αποκρυπτογραφημένο,διακρίνει,άρπαξε,ήξερε,πραγματοποιημένο,αναγνωρισμένος,είδε,καταλαβαίνω
έχασε,εσφαλμένη,παρερμηνεύτηκε,ερμηνευμένο εσφαλμένα,παρερμηνεία,λάθος,παρεξηγημένος,παρεξηγημένο,παρεξηγημένος
beheaded => αποκεφαλισμένος, beheadal => αποκεφαλισμένο, behaviouristic psychology => Συμπεριφορισμός, behaviouristic => συμπεριφοριστικός, behaviourist => συμπεριφοριστής,