Greek Meaning of beheld

αντικρίζει

Other Greek words related to αντικρίζει

Definitions and Meaning of beheld in English

Webster

beheld ()

imp. & p. p. of Behold.

Webster

beheld (imp. & p. p.)

of Behold

FAQs About the word beheld

αντικρίζει

imp. & p. p. of Behold., of Behold

εκτιμημένος,Κατάλαβα,αποκρυπτογραφημένο,διακρίνει,άρπαξε,ήξερε,πραγματοποιημένο,αναγνωρισμένος,είδε,καταλαβαίνω

έχασε,εσφαλμένη,παρερμηνεύτηκε,ερμηνευμένο εσφαλμένα,παρερμηνεία,λάθος,παρεξηγημένος,παρεξηγημένο,παρεξηγημένος

beheaded => αποκεφαλισμένος, beheadal => αποκεφαλισμένο, behaviouristic psychology => Συμπεριφορισμός, behaviouristic => συμπεριφοριστικός, behaviourist => συμπεριφοριστής,