Greek Meaning of beheaded
αποκεφαλισμένος
Other Greek words related to αποκεφαλισμένος
Nearest Words of beheaded
- beheadal => αποκεφαλισμένο
- behaviouristic psychology => Συμπεριφορισμός
- behaviouristic => συμπεριφοριστικός
- behaviourist => συμπεριφοριστής
- behaviourism => συμπεριφορισμός
- behavioural => συµπεριφορικός
- behaviour => συμπεριφορά
- behavioristic psychology => Συμπεριφοριστική ψυχολογία
- behavioristic => behavioristicέ
- behaviorist => Συμπεριφοριστής
Definitions and Meaning of beheaded in English
beheaded (s)
having had the head cut off
beheaded (imp. & p. p.)
of Behead
FAQs About the word beheaded
αποκεφαλισμένος
having had the head cut offof Behead
αποκεφαλισμένος,γκιλοτινισμένος,επικεφαλής,συντομευμένο,κομμένος,αποκεφαλισμένο,κλαδεμένο,σκαλπ
No antonyms found.
beheadal => αποκεφαλισμένο, behaviouristic psychology => Συμπεριφορισμός, behaviouristic => συμπεριφοριστικός, behaviourist => συμπεριφοριστής, behaviourism => συμπεριφορισμός,