Greek Meaning of behavioural
συµπεριφορικός
Other Greek words related to συµπεριφορικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of behavioural
- behaviour => συμπεριφορά
- behavioristic psychology => Συμπεριφοριστική ψυχολογία
- behavioristic => behavioristicέ
- behaviorist => Συμπεριφοριστής
- behaviorism => συμπεριφορισμός
- behavioral => συμπεριφορικός
- behavior therapy => Συμπεριφορική θεραπεία
- behavior modification => Τροποποίηση συμπεριφοράς
- behavior => συμπεριφορά
- behaving => συμπεριφερόμενο
Definitions and Meaning of behavioural in English
behavioural (a)
of or relating to behavior
FAQs About the word behavioural
συµπεριφορικός
of or relating to behavior
No synonyms found.
No antonyms found.
behaviour => συμπεριφορά, behavioristic psychology => Συμπεριφοριστική ψυχολογία, behavioristic => behavioristicέ, behaviorist => Συμπεριφοριστής, behaviorism => συμπεριφορισμός,