Greek Meaning of trimmed

κομμένος

Other Greek words related to κομμένος

Definitions and Meaning of trimmed in English

Wordnet

trimmed (a)

made neat and tidy by trimming

Webster

trimmed (imp. & p. p.)

of Trim

FAQs About the word trimmed

κομμένος

made neat and tidy by trimmingof Trim

στολισμένος,παρατεταγμένοι,ομορφωμένο,στολισμένος,ντυμένος,διακοσμημένος,ντυμένος,διακοσμημένο,εμπλουτισμένο,γαρνιρισμένο

αυστηρός,Γυμνός,εκτεθειμένο,απλός,σοβαρός,σκληρός,γυμνός,άκοσμος,αποκαλυμμένος,συντηρητικός

trimly => κομψά, trimipramine => Τριμιπραμίνη, trimetric => τρίμετρο, trimethylene => Τριμεθυλένιο, trimethylamine => Τριμεθυλαμίνη,