Greek Meaning of trimmings

διακοσμήσεις

Other Greek words related to διακοσμήσεις

Definitions and Meaning of trimmings in English

Wordnet

trimmings (n)

the accessories that normally accompany (something or some activity)

FAQs About the word trimmings

διακοσμήσεις

the accessories that normally accompany (something or some activity)

ξύλο,ήττες,ξύλο,απώλειες,οπισθοδρομήσεις,καταρρέει,ξύλο,αποτυχίες,Αποτυχίες,σβώλοι

επιτεύγματα,επιτεύγματα,Επιτυχίες,θρίαμβοι,νίκες,κερδίζει,εκρήξεις,δραπέτες,σαρώνει,κέικ περπατήματος

trimmingly => επιτηδευμένα, trimming capacitor => πυκνωτής τριμαρίσματος, trimming => Κοπή, trimmer joist => Περιμετρικό δοκάρι, trimmer arch => Κομμωτήριο,