Greek Meaning of lickings

ξύλο

Other Greek words related to ξύλο

Definitions and Meaning of lickings in English

lickings

a sound thrashing, defeat

FAQs About the word lickings

ξύλο

a sound thrashing, defeat

ξύλο,ήττες,απώλειες,οπισθοδρομήσεις,διακοσμήσεις,μαστιγώματα,ξύλο,αποτυχίες,σβώλοι,ανατρέπει

Επιτυχίες,θρίαμβοι,νίκες,κερδίζει,επιτεύγματα,επιτεύγματα,εκρήξεις,σαρώνει,κέικ περπατήματος,Κατολισθήσεις

lickety-split => αστραπιαία, lickerishness => λαγνεία, licenses => Άδειες, licencing => Χορήγηση άδειας, licences => Άδειες,