Greek Meaning of plasterings
επιχρίσματα
Other Greek words related to επιχρίσματα
Nearest Words of plasterings
Definitions and Meaning of plasterings in English
plasterings
a coating of or as if of plaster, a decisive defeat
FAQs About the word plasterings
επιχρίσματα
a coating of or as if of plaster, a decisive defeat
ξύλο,ήττες,απώλειες,οπισθοδρομήσεις,ντεμπακλ,ξύλο,αποτυχίες,ξύλο,ανατρέπει,ήττες
επιτεύγματα,επιτεύγματα,Επιτυχίες,θρίαμβοι,νίκες,κερδίζει,σαρώνει,εκρήξεις,κέικ περπατήματος,Κατολισθήσεις
plants => Φυτά, planters => γλάστρες, plantations => φυτείες, plans => σχέδια, planners => σχεδιαστές,