Greek Meaning of beautified

ομορφωμένο

Other Greek words related to ομορφωμένο

Definitions and Meaning of beautified in English

Webster

beautified (imp. & p. p.)

of Beautify

FAQs About the word beautified

ομορφωμένο

of Beautify

στολισμένος,παρατεταγμένοι,στολισμένος,ντυμένος,διακοσμημένος,ντυμένος,διακοσμημένο,εμπλουτισμένο,γαρνιρισμένο,διακοσμημένο

αυστηρός,Γυμνός,εκτεθειμένο,απλός,σοβαρός,σκληρός,γυμνός,άκοσμος,αποκαλυμμένος,συντηρητικός

beautification => ωραιοποίηση, beautied => ομορφισμένη, beautie => ομορφιά, beautician => αισθητικός, beauteousness => Ομορφιά,