Greek Meaning of lacy

δαντελένιος

Other Greek words related to δαντελένιος

Definitions and Meaning of lacy in English

Wordnet

lacy (s)

made of or resembling lace

having open interstices or resembling a web

FAQs About the word lacy

δαντελένιος

made of or resembling lace, having open interstices or resembling a web

ανθισμένος,φρου φρου,διακοσμημένο,κομμένος,στολισμένος,παρατεταγμένοι,ομορφωμένο,στολισμένος,στολισμένος με κοσμήματα,στολισμένος με κοσμήματα

αυστηρός,Γυμνός,απλός,σοβαρός,σκληρός,άκοσμος,συντηρητικός,εκτεθειμένο,σεμνός,απλός

lacwork => βερνίκωμα, lacustrine => λιμναίος, lacustral => λίμνη, lacunous => κενό, lacunose => λακουνώδης,