Greek Meaning of bejeweled
στολισμένος με κοσμήματα
Other Greek words related to στολισμένος με κοσμήματα
Nearest Words of bejeweled
Definitions and Meaning of bejeweled in English
bejeweled (imp. & p. p.)
of Bejewel
FAQs About the word bejeweled
στολισμένος με κοσμήματα
of Bejewel
κυνηγημένος,ανάγλυφο,κεντημένος,Φραγκοί,χρυσός,δεμένο,με παγιέτες,με παγιέτες,στεφανωμένος,διέταξε
No antonyms found.
bejewel => κοσμώ, bejaundice => ίκτερος, bejape => μπετζάπε, bejade => σμαράγδι, beirut => Βηρυτός,