Greek Meaning of being
(είναι)
Other Greek words related to (είναι)
- ερχομένων
- τελείωσε
- τελειωμένος
- μέλλον
- πάνω από
- λήξη
- μέσω
- αγέννητος
- πάνω
- αρχαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- ολοκληρωμένο
- κατέληξε
- χρονολογημένος
- έγινε
- πρώην
- παρωχημένος
- παλιό
- παλιομοδίτικος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- πριν
- προκατακλυσμιαίος
- παρελθόν
- άλλοτε
- μπαγιάτικος
- μουχλιασμένο
- μη σύγχρονος
- παλιομοδίτικη
- φθαρμένος
- παρελθόν
Nearest Words of being
Definitions and Meaning of being in English
being (n)
the state or fact of existing
a living thing that has (or can develop) the ability to act or function independently
being (p. pr. & vb. n.)
of Be
being (p. pr.)
Existing.
being (n.)
Existence, as opposed to nonexistence; state or sphere of existence.
That which exists in any form, whether it be material or spiritual, actual or ideal; living existence, as distinguished from a thing without life; as, a human being; spiritual beings.
Lifetime; mortal existence.
An abode; a cottage.
being (adv.)
Since; inasmuch as.
FAQs About the word being
(είναι)
the state or fact of existing, a living thing that has (or can develop) the ability to act or function independentlyof Be, Existing., Existence, as opposed to n
αναπνοή,υπάρχον,υπαρκτό,ζωντανό,μοντέρνος,πρόσφατος,Σύγχρονο,τρέχων,Mod,μοντερνιστικός
ερχομένων,τελείωσε,τελειωμένος,μέλλον,πάνω από,λήξη,μέσω,αγέννητος,πάνω,αρχαίος
beild => Κατασκευή, beijing dialect => Η διάλεκτος του Πεκίνου, beijing => Πεκίνο, beignet => λουκουμάδες, beigel => Μπέιγκελ,