Greek Meaning of unborn
αγέννητος
Other Greek words related to αγέννητος
Nearest Words of unborn
Definitions and Meaning of unborn in English
unborn (a)
not yet brought into existence
unborn (a.)
Not born; no yet brought into life; being still to appear; future.
FAQs About the word unborn
αγέννητος
not yet brought into existenceNot born; no yet brought into life; being still to appear; future.
μέλλον,ερχομένων,αναμενόμενος,Επόμενος,αναπόφευκτος,αναμενόμενος,τελικός,επερχόμενο,επικείμενος,επικείμενος
αρχαίος,παρελθόν,εμπρόσθιος,παρελθόν,προηγούμενο,προηγούμενος,προηγούμενος,προηγούμενο,παλιός,προηγούμενος
unbordered => άκλιτος, unboot => βγαίνω τα παπούτσια μου, unbooked => Δεν έχει γίνει κράτηση, unbonnet => αποκαλύπτω, unbone => ακοκάλιστος,