Greek Meaning of oncoming

επερχόμενος

Other Greek words related to επερχόμενος

Definitions and Meaning of oncoming in English

Wordnet

oncoming (n)

the beginning or early stages

Wordnet

oncoming (s)

moving toward one

FAQs About the word oncoming

επερχόμενος

the beginning or early stages, moving toward one

προσεγγίζοντας,ερχομένων,επικείμενος,κοντά,επερχόμενο,μέλλον,επικείμενος,πλησιάζοντας,διαθέσιμο,κοντινός

αργά,άλλος,παρελθόν,πρόσφατος,παρελθόν,άλλοτε,,πρώην,παλιό,μία φορά

oncometer => Ογκομετρητής, oncology => ογκολογία, oncologist => ογκολόγος, oncological => ογκολογικός, oncologic => ογκολογικός,