FAQs About the word whilom

tempo

Formerly; once; of old; erewhile; at times.

άλλοτε,πρώην,παλιό,άλλος,αργά,μία φορά,μία φορά,παρελθόν,πρώην,κάποτε

Σύγχρονο,τρέχων,σε εξέλιξη,παρόν,υφιστάμενος,μέλλον,σύγχρονος,μελλοντικός,ερχομένων,αγέννητος

whiling => σπαταλώντας, whilere => ενώ, whiled => ενώ, while away => περνώ την ώρα μου, while => ενώ,