FAQs About the word long ago

πριν από πολύ καιρό

of the distant or comparatively distant past, belonging to time long gone

αρχαιότητα,απομνημονεύματα,Χρονικά,χρονικό,παρελθόν,εγγραφή,χθες,Παλιοί φίλοι,παρελθόν,Αναδρομή

μέλλον,τώρα,σήμερα,αύριο,σταδιακά,μέλλον,από εδώ και στο εξής,στιγμή,μακριά,παρόν

long => μακρύς, lone-star state => Πολιτεία του μοναδικού αστέρα, lonesomeness => μοναξιά, lonesome => μοναχικός, loner => Μοναχικός,