Greek Meaning of long ago
πριν από πολύ καιρό
Other Greek words related to πριν από πολύ καιρό
Nearest Words of long ago
Definitions and Meaning of long ago in English
long ago (r)
of the distant or comparatively distant past
long ago (s)
belonging to time long gone
FAQs About the word long ago
πριν από πολύ καιρό
of the distant or comparatively distant past, belonging to time long gone
αρχαιότητα,απομνημονεύματα,Χρονικά,χρονικό,παρελθόν,εγγραφή,χθες,Παλιοί φίλοι,παρελθόν,Αναδρομή
μέλλον,τώρα,σήμερα,αύριο,σταδιακά,μέλλον,από εδώ και στο εξής,στιγμή,μακριά,παρόν
long => μακρύς, lone-star state => Πολιτεία του μοναδικού αστέρα, lonesomeness => μοναξιά, lonesome => μοναχικός, loner => Μοναχικός,