Greek Meaning of dated

χρονολογημένος

Other Greek words related to χρονολογημένος

Definitions and Meaning of dated in English

Wordnet

dated (s)

marked by features of the immediate and usually discounted past

Webster

dated (imp. & p. p.)

of Date

FAQs About the word dated

χρονολογημένος

marked by features of the immediate and usually discounted pastof Date

ξεπερασμένος,αρχαϊκός,μεσαιωνικός,παρωχημένος,προϊστορικός,γήρανση,αρχαίος,αντίκα,καταργημένος,απορριφθεί

Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,Ενημερωμένος,φρέσκος,Λειτουργικός,Mod

dateable => Ραντεβού, date stamp => Σφραγίδα ημερομηνίας, date plum => Χουρμάδα, date palm => Φοίνικας ο δακτυlifera, date of reference => ημερομηνία αναφοράς,