Greek Meaning of prehistoric
προϊστορικός
Other Greek words related to προϊστορικός
- αρχαϊκός
- μεσαιωνικός
- Νεολιθική εποχή
- παρωχημένος
- αρχαίος
- ξεπερασμένος
- χρονολογημένος
- απορριφθεί
- εξαφανισμένος
- απολιθωμένο
- ιστορικός
- ιστορικός
- μεσαιωνικός
- Πεθαμένος
- καλυμμένο με βρύα
- παλιό
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- Σκουριασμένος
- Εποχή του λίθου
- συνταξιούχος
- φθαρμένος
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- γήρανση
- προκατακλυσμιαίος
- αντίκα
- αταβιστικός
- παρελθόν
- νεκρός
- καταργημένος
- ντεμοντέ
- αναξιοποίητος
- αδρανής
- άλλοτε
- ληγμένο
- χέρσος
- πρώην
- δωρεάν
- μπαγιάτικος
- πολιός
- αδρανής
- αδρανής
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- ανενεργός
- καπούτ
- αργά
- λανθάνων
- σκοροφαγωμένος
- μουχλιασμένο
- Νωαχικός
- απαρχαιωμένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- πάσο
- ρετρό
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- άχρηστος
- εξαφανίστηκε
- σεβάσμιος
- vintage
- παλιομοδίτικος
- καππούτ
Nearest Words of prehistoric
- prehistoric culture => προϊστορικός πολιτισμός
- prehistorical => προϊστορικός
- prehistory => Προϊστορία
- preignition => Προανάφλεξη
- preindication => προαναγγελία
- preinvasive cancer => Προκαρκινωματώδη βλάβη
- preisolate => Προαπομονωμένο
- prejudge => προκαταλήψεις
- prejudgement => προκατάληψη
- prejudgment => προκατάληψη
Definitions and Meaning of prehistoric in English
prehistoric (s)
belonging to or existing in times before recorded history
no longer fashionable
prehistoric (a)
of or relating to times before written history
FAQs About the word prehistoric
προϊστορικός
belonging to or existing in times before recorded history, of or relating to times before written history, no longer fashionable
αρχαϊκός,μεσαιωνικός,Νεολιθική εποχή,παρωχημένος,αρχαίος,ξεπερασμένος,χρονολογημένος,απορριφθεί,εξαφανισμένος,απολιθωμένο
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,φρέσκος,Λειτουργικός,Mod,μοντέρνος
prehensor => γαμψοπτέρυξ, prehension => κατανόηση, prehensile => αρπακτικός, prehend => προλαμβάνω, preheat => προθερμαίνω,