Greek Meaning of prehension
κατανόηση
Other Greek words related to κατανόηση
Nearest Words of prehension
- prehensor => γαμψοπτέρυξ
- prehistoric => προϊστορικός
- prehistoric culture => προϊστορικός πολιτισμός
- prehistorical => προϊστορικός
- prehistory => Προϊστορία
- preignition => Προανάφλεξη
- preindication => προαναγγελία
- preinvasive cancer => Προκαρκινωματώδη βλάβη
- preisolate => Προαπομονωμένο
- prejudge => προκαταλήψεις
Definitions and Meaning of prehension in English
prehension (n)
the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles)
FAQs About the word prehension
κατανόηση
the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles)
ανησυχία,κατανόηση,σύλληψη,Κατανοώ,Γνώση,αντίληψη,κατανόηση,εκτίμηση,συνείδηση,Συνείδηση
ακατανοησία,παρεξήγηση,Απατηλή ερμηνεία,Λανθασμένη εντύπωση,παρερμηνεία,παρεξήγηση,παρεξήγηση,αστιγματισμός,Παρανόηση,παρερμηνεία
prehensile => αρπακτικός, prehend => προλαμβάνω, preheat => προθερμαίνω, pregnant chad => έγκυος Τσαντ, pregnant => έγκυος,