Greek Meaning of prehension

κατανόηση

Other Greek words related to κατανόηση

Definitions and Meaning of prehension in English

Wordnet

prehension (n)

the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles)

FAQs About the word prehension

κατανόηση

the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles)

ανησυχία,κατανόηση,σύλληψη,Κατανοώ,Γνώση,αντίληψη,κατανόηση,εκτίμηση,συνείδηση,Συνείδηση

ακατανοησία,παρεξήγηση,Απατηλή ερμηνεία,Λανθασμένη εντύπωση,παρερμηνεία,παρεξήγηση,παρεξήγηση,αστιγματισμός,Παρανόηση,παρερμηνεία

prehensile => αρπακτικός, prehend => προλαμβάνω, preheat => προθερμαίνω, pregnant chad => έγκυος Τσαντ, pregnant => έγκυος,