Greek Meaning of modern
μοντέρνος
Other Greek words related to μοντέρνος
- Σύγχρονο
- τρέχων
- Σχεδιαστής
- μοντέρνος
- μοντερνιστικός
- νέος
- κομψό
- φουτουριστικός
- ζεστό
- τελευταίος
- Mod
- μοντέρνος
- καινούργιος
- σύγχρονος
- φλογερός
- Διαστημική εποχή
- Τελευταίας τεχνολογίας
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
- επίκαιρος
- νέα εποχή
- νέας μόδας
- τι συμβαίνει
- Υψηλής τεχνολογίας
- Υψηλής τεχνολογίας
- σε
- τελευταίο
- τελευταίας εποχής
- μοντέρνος
- τώρα
- πρόσφατος
- νέος
- ενημερωμένος/-η/-ο
- Αιωνόβιος
- αναχρονιστικός
- αρχαίος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- παρελθόν
- χρονολογημένος
- πρώην
- μπαγιάτικος
- ιστορικός
- ιστορικός
- πολιός
- μουχλιασμένο
- παλιό
- παλιομοδίτικος
- παλιός
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- αργά
- παρωχημένος
- ο παλαιός κόσμος
- ξεπερασμένος.
- ρετρό
- ανάδρομος
- παλιομοδίτικη
- φθαρμένος
- παρελθόν
- Αθάνατος
- απορριφθεί
- αναξιοποίητος
- ξεχασμένος
- απομακρυσμένος
- διαχρονικός
- μη εκσυγχρονισμένο
- καππούτ
Nearest Words of modern
- modern ballet => μοντέρνο μπαλέτο
- modern dance => Μοντέρνος χορός
- modern english => Νέα Αγγλικά
- modern era => νεότερη εποχή
- modern font => Μοντέρνα γραμματοσειρά
- modern greek => νέα ελληνική γλώσσα
- modern hebrew => Σύγχρονα Εβραϊκά
- modern jazz => Σύγχρονη τζαζ
- modern man => σύγχρονος άνθρωπος
- modern times => Σύγχρονοι καιροί
Definitions and Meaning of modern in English
modern (n)
a contemporary person
a typeface (based on an 18th century design by Gianbattista Bodoni) distinguished by regular shape and hairline serifs and heavy downstrokes
modern (a)
belonging to the modern era; since the Middle Ages
modern (s)
relating to a recently developed fashion or style
characteristic of present-day art and music and literature and architecture
ahead of the times
used of a living language; being the current stage in its development
modern (a.)
Of or pertaining to the present time, or time not long past; late; not ancient or remote in past time; of recent period; as, modern days, ages, or time; modern authors; modern fashions; modern taste; modern practice.
New and common; trite; commonplace.
modern (n.)
A person of modern times; -- opposed to ancient.
FAQs About the word modern
μοντέρνος
a contemporary person, a typeface (based on an 18th century design by Gianbattista Bodoni) distinguished by regular shape and hairline serifs and heavy downstro
Σύγχρονο,τρέχων,Σχεδιαστής,μοντέρνος,μοντερνιστικός,νέος,κομψό,φουτουριστικός,ζεστό,τελευταίος
Αιωνόβιος,αναχρονιστικός,αρχαίος,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός,παρελθόν,χρονολογημένος,πρώην
moderatrix => διαμεσολαβήτρια, moderatress => μετριάζουσα, moderatorship => εποπτεία, moderator => διαμεσολαβητής, moderato => Μέτριος,