Greek Meaning of space age
Διαστημική εποχή
Other Greek words related to Διαστημική εποχή
- Σύγχρονο
- μοντέρνος
- νέος
- τρέχων
- Σχεδιαστής
- μοντέρνος
- φουτουριστικός
- ζεστό
- τελευταίος
- Mod
- μοντερνιστικός
- μοντέρνος
- καινούργιος
- σύγχρονος
- φλογερός
- Τελευταίας τεχνολογίας
- κομψό
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
- επίκαιρος
- νέα εποχή
- τι συμβαίνει
- Υψηλής τεχνολογίας
- Υψηλής τεχνολογίας
- σε
- τελευταίο
- τελευταίας εποχής
- μοντέρνος
- τώρα
- πρόσφατος
- νέας μόδας
- νέος
- ενημερωμένος/-η/-ο
- Αιωνόβιος
- αναχρονιστικός
- αρχαίος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- παρελθόν
- χρονολογημένος
- πρώην
- μπαγιάτικος
- ιστορικός
- ιστορικός
- πολιός
- μουχλιασμένο
- παλιό
- παλιομοδίτικος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- ρετρό
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- αργά
- παρωχημένος
- ο παλαιός κόσμος
- παλιός
- ξεπερασμένος.
- πάσο
- ανάδρομος
- παλιομοδίτικη
- φθαρμένος
- Αθάνατος
- απορριφθεί
- αναξιοποίητος
- ξεχασμένος
- απομακρυσμένος
- διαχρονικός
- μη εκσυγχρονισμένο
- καππούτ
Nearest Words of space age
- space bar => πλήκτρο διαστήματος
- space biology => Διαστημική βιολογία
- space cadet => Επιστήμονας του διαστήματος
- space capsule => διαστημική κάψουλα
- space heater => θερμάστρα χώρου
- space helmet => Κράνος διαστήματος
- space laboratory => Διαστημικό εργαστήριο
- space lattice => Χωρικό πλέγμα
- space medicine => Διαστημική ιατρική
- space needle => Γερανός
Definitions and Meaning of space age in English
space age (n)
the age beginning with the first space travel; from 1957 to the present
space age
modern entry 1 sense 1, of, relating to, or befitting the age of space exploration, modern, of or relating to the age of space exploration
FAQs About the word space age
Διαστημική εποχή
the age beginning with the first space travel; from 1957 to the presentmodern entry 1 sense 1, of, relating to, or befitting the age of space exploration, moder
Σύγχρονο,μοντέρνος,νέος,τρέχων,Σχεδιαστής,μοντέρνος,φουτουριστικός,ζεστό,τελευταίος,Mod
Αιωνόβιος,αναχρονιστικός,αρχαίος,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός,παρελθόν,χρονολογημένος,πρώην
space => χώρος, spa => σπα, sozzled => Μεθυσμένος, soymilk => Γάλα σόγιας, soybean plant => φυτό σόγιας,