Greek Meaning of old-time

παλαιάς κοπής

Other Greek words related to παλαιάς κοπής

Definitions and Meaning of old-time in English

Wordnet

old-time (s)

attractively old-fashioned (but not necessarily authentic)

FAQs About the word old-time

παλαιάς κοπής

attractively old-fashioned (but not necessarily authentic)

ξεπερασμένος,αντίκα,ιστορικός,ιστορικός,ρετρό,παραδοσιακό,vintage,αρχαίος,πρώην,παλιομοδίτικος

Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,ζεστό,μοντέρνος,μοντερνιστής,μοντερνιστικός,νέος,καινούργιος,σύγχρονος

oldster => γέρος, oldness => γήρας, old-maid's bonnet => Καπέλο της γεροντοκόρης, old-maidism => Γεροντοκόρη, old-maidish => γεροντοκόρη,