Greek Meaning of old-maidish
γεροντοκόρη
Other Greek words related to γεροντοκόρη
- προσεκτικός
- χαριτωμένος
- λεπτός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- επιτηδευμένος
- επιλεκτικός
- ωραίο
- ιδιαίτερο
- σχολαστικός
- επιλεκτικός
- γκρινιάρης
- απαιτητικός
- εκλεκτικός
- κριτική
- διακριτικός
- διαχωριστικός
- δύσκολος
- επιλεκτικός
- σχολαστικός
- ψιλολόγος
- επιλεκτικός
- υπερβολικά σχολαστικός
- Απαιτητικός
- Υπερβολικά γρήγορα
- κακόβουλος
- επικριτικός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- εντοπισμός σφάλματος
- υπερκριτικός
- διορατικός
- με γνώσεις
- μιμινίδι-πιμινίδι
- υπερβολικά επικριτικός
- επιμελής
- δύστροπος
- πείσμων
- σφιγμένος
- άκαμπτος
- σχολαστικός
- ναυτία
- συνειδητός
- ευαίσθητος
- ευαίσθητος
Nearest Words of old-maidish
Definitions and Meaning of old-maidish in English
old-maidish (s)
primly fastidious
old-maidish (a.)
Like an old maid; prim; precise; particular.
FAQs About the word old-maidish
γεροντοκόρη
primly fastidiousLike an old maid; prim; precise; particular.
προσεκτικός,χαριτωμένος,λεπτός,απαιτητικός,απαιτητικός,απαιτητικός,επιτηδευμένος,επιλεκτικός,ωραίο,ιδιαίτερο
Φιλικός,αέρας,ανέμελος,ευέλικτος,αδιάφορος,χαλαρός,επιεικής,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,χαλαρός
old-line => παλαιός, oldline => συντηρητικός, oldish => αρκετά παλιό, oldie => παλιομοδίτικο τραγούδι, old-hat => ξεπερασμένος,