Greek Meaning of old-maidish

γεροντοκόρη

Other Greek words related to γεροντοκόρη

Definitions and Meaning of old-maidish in English

Wordnet

old-maidish (s)

primly fastidious

Webster

old-maidish (a.)

Like an old maid; prim; precise; particular.

FAQs About the word old-maidish

γεροντοκόρη

primly fastidiousLike an old maid; prim; precise; particular.

προσεκτικός,χαριτωμένος,λεπτός,απαιτητικός,απαιτητικός,απαιτητικός,επιτηδευμένος,επιλεκτικός,ωραίο,ιδιαίτερο

Φιλικός,αέρας,ανέμελος,ευέλικτος,αδιάφορος,χαλαρός,επιεικής,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,χαλαρός

old-line => παλαιός, oldline => συντηρητικός, oldish => αρκετά παλιό, oldie => παλιομοδίτικο τραγούδι, old-hat => ξεπερασμένος,