Greek Meaning of fussbudgety

γκρινιάρης

Other Greek words related to γκρινιάρης

Definitions and Meaning of fussbudgety in English

fussbudgety

one who fusses or is fussy especially about trifles

FAQs About the word fussbudgety

γκρινιάρης

one who fusses or is fussy especially about trifles

προσεκτικός,απαιτητικός,εκλεκτικός,χαριτωμένος,λεπτός,απαιτητικός,απαιτητικός,απαιτητικός,επιτηδευμένος,επιλεκτικός

Φιλικός,αέρας,ανέμελος,ευέλικτος,αδιάφορος,χαλαρός,επιεικής,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,επιτρεπτικό

fussbudget => μίζερος, fuss (about or over) => για, fusions => συγχωνεύσεις, fusillades => εκτελέσεις, fuses => ασφάλειες,