Greek Meaning of fussed (about or over)
ανησυχεί
Other Greek words related to ανησυχεί
- ενοχλημένος
- γκρίνιαζε
- ταλαιπωρημένος
- ενοχλημένος
- επέκρινε
- ενοχλημένος
- τσιμπολογώ
- γαβγίζει (σε)
- παρενοχλητικός
- δόλωμα
- κολακεμένος
- ενοχλημένο
- υπό παρακολούθηση
- βιασμένος
- επίμονος
- παρότρυνε
- παρότρυνε
- παρενοχλημένος
- ταλαιπωρημένος
- Σπιτομουσάφης
- καταδιωκόμενος
- παρακίνησε
- επέμεινε
- βελόνα
- παρενοχλούμενος
- rode
- πρότρεψε
- κυνηγημένος
- ενοχλημένος
- γκρινιάρης
- πιεσμένος
- προέτρεψε
- προτρέπονται
- έσπρωξε
- υποκινεί
- ενοχλημένος
- ικετεύω
- πεισθεί
- πείθει
- έριξε αυγά
- ενοχλητικός
- ικετεύω
- ικέτευσε
- υποσχέθηκε
- πιεσμένο
- πείθεται
Nearest Words of fussed (about or over)
Definitions and Meaning of fussed (about or over) in English
fussed (about or over)
No definition found for this word.
FAQs About the word fussed (about or over)
ανησυχεί
ενοχλημένος,γκρίνιαζε,ταλαιπωρημένος,ενοχλημένος,επέκρινε,ενοχλημένος,τσιμπολογώ,γαβγίζει (σε),παρενοχλητικός,δόλωμα
προτεινόμενο,επαινέθηκε,επαινεμένος,επαίνεσε,χειροκρότησε.,κατασκευασμένος,υμνεί,επαινεμένος,διαφημιζόμενος,αποθεωμένος
fussbudgety => γκρινιάρης, fussbudget => μίζερος, fuss (about or over) => για, fusions => συγχωνεύσεις, fusillades => εκτελέσεις,