Greek Meaning of insisted

επέμεινε

Other Greek words related to επέμεινε

Definitions and Meaning of insisted in English

Webster

insisted (imp. & p. p.)

of Insist

FAQs About the word insisted

επέμεινε

of Insist

υποτιθέμενος,ανακοινώθηκε,διεβεβαίωσε,διεκδίκησε,αμφισβητούμενο,Δηλωθεί,συντηρημένο,διαμαρτυρηθεί,επιβεβαιωμένος,ισχυρίστηκε

εγκαταλελειμμένος,αρνηθεί,απορριπτόμενος,εξετάζω,αντιμετωπίζω,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,αμφισβητούμενο,αρνήθηκε

insist => επιμένω, insipient => άπειρος, insipience => άγνοια, insipidness => άνοστος, insipidly => άνοστα,