Greek Meaning of negated

αρνημένο

Other Greek words related to αρνημένο

Definitions and Meaning of negated in English

negated

to cause to be ineffective or invalid, to deny the existence or truth of

FAQs About the word negated

αρνημένο

to cause to be ineffective or invalid, to deny the existence or truth of

αρνηθεί,διαψεύστηκε,απορριπτόμενος,Αντιφατικός,απαγορεύεται,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,αρνήθηκε,αποποιημένο

αποδεκτό,αναγνωρισμένος,παραδεκτός,υιοθετημένος,επιτρεπόμενο,παραδέχτηκε,επιβεβαιωμένο,υπό ιδιοκτησία,επιβεβαιωμένος,ανακοινώθηκε

needling => βελόνια, needleworkers => Ραπτοί, needless to say => περιττό να πω, needles => βελόνες, needlers => βελόνες,