Greek Meaning of owned
υπό ιδιοκτησία
Other Greek words related to υπό ιδιοκτησία
Nearest Words of owned
Definitions and Meaning of owned in English
owned (a)
having an owner; often used in combination
owned (imp. & p. p.)
of Own
FAQs About the word owned
υπό ιδιοκτησία
having an owner; often used in combinationof Own
δαιμονισμένος,Διατηρημένα,αγαπημένος,προστατευμένο,πολύτιμος,πολύτιμος,πολύτιμο
πήγε,χαμένος,εκτοπισμένο,χαμένος,απών,τυχαίνω,ναυαγός,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος
own up => Ομολογώ, own goal => Αυτογκόλ, own => ιδιο, owlt => κουκουβάγια, owllight => Φως κουκουβάγιας,