Greek Meaning of owning

κατέχων

Other Greek words related to κατέχων

Definitions and Meaning of owning in English

Webster

owning (p. pr. & vb. n.)

of Own

FAQs About the word owning

κατέχων

of Own

απολαμβάνοντας,έχοντας,με κατοχή,διατήρηση,επιτακτικός,κατοχή,φύλαξη,καύχηση,φέροντας,χαίροντας μέσα

Εγκατάλειψη,ντάμπινγκ,έλλειψη,εγκατάλειψη,εγκατάλειψη,παράδοση,θέλοντας,υποχωρητικός,παραχώρηση,μειούμενη

ownership => ιδιοκτησία, owner-occupier => Ιδιοκτήτης-καταναλωτής, owner-occupied => κατοικούμενο από τον ιδιοκτήτη, ownerless => αδέσποτος, owner-driver => Ιδιοκτήτης-οδηγός,