Greek Meaning of dumping
ντάμπινγκ
Other Greek words related to ντάμπινγκ
Nearest Words of dumping
Definitions and Meaning of dumping in English
dumping (n)
selling goods abroad at a price below that charged in the domestic market
dumping (p. pr. & vb. n.)
of Dump
FAQs About the word dumping
ντάμπινγκ
selling goods abroad at a price below that charged in the domestic marketof Dump
διάθεση,αφαίρεση,καταστροφή,απόρριψη,πετάω,απόρριψη,απαλλαγή,</br> παλιοσίδερα,πετώντας μακρυά,κάθαρση
συσσώρευση,απόκτηση,συλλογή,κατάθεση,συνάντηση,απόκτηση
dumpiness => κοντοσωμία, dumper => ανατρεπόμενο φορτηγό, dumped => πεταμένος, dumpcart => Καρότσι, dumpage => χωματερή,