Greek Meaning of acquirement
απόκτηση
Other Greek words related to απόκτηση
- επίτευγμα
- επίτευγμα
- Επίτευξη
- επιτυχία
- μωρό
- κατάκτηση
- πραξικόπημα
- κατόρθωμα
- θρίαμβος
- Νίκη
- άφιξη
- blockbuster
- ολοκλήρωση
- κατανάλωση
- κορύφωση
- πράξη
- εκτέλεση
- καρποφορία
- εκπλήρωση
- εκπλήρωση
- κέρδος
- χτύπημα
- υλοποίηση
- τζακπότ
- Επιτυχία
- θαύμα
- απόδοση
- συνειδητοποίηση
- δεξιότητα
- κερδίζω
- νικητής
- ένα φτερό στο καπέλο κάποιου
Nearest Words of acquirement
- acquired taste => Επίκτητο γούστο
- acquired reflex => Επίκτητο αντανακλαστικό
- acquired immunity => Επίκτητη ανοσία
- acquired immune deficiency syndrome => σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας
- acquired hemochromatosis => Αποκτηθείσα αιμοχρωμάτωση
- acquired => κεκτημένος
- acquire => Αποκτώ
- acquirable => αποκτάν
- acquirability => δυνατότητα απόκτησης
- acquiet => αθωώνω
Definitions and Meaning of acquirement in English
acquirement (n)
an ability that has been acquired by training
acquirement (n.)
The act of acquiring, or that which is acquired; attainment.
FAQs About the word acquirement
απόκτηση
an ability that has been acquired by trainingThe act of acquiring, or that which is acquired; attainment.
επίτευγμα,επίτευγμα,Επίτευξη,επιτυχία,μωρό,κατάκτηση,πραξικόπημα,κατόρθωμα,θρίαμβος,Νίκη
καταστροφή,καταστροφή,καταστροφή,αποτυχία,φιάσκο,απώλεια,ακαταστασία,χάος,Μη επίτευξη,σκορπαρισμένα
acquired taste => Επίκτητο γούστο, acquired reflex => Επίκτητο αντανακλαστικό, acquired immunity => Επίκτητη ανοσία, acquired immune deficiency syndrome => σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας, acquired hemochromatosis => Αποκτηθείσα αιμοχρωμάτωση,