FAQs About the word shambles

σκορπαρισμένα

a condition of great disorder, a building where animals are butchered

χωματερή,κόλαση,τρύπα,ακαταστασία,Χοιροστάσιο,χάος,Σύγχυση,ακαταστασία,διαταραχή,αποδιοργάνωση

παραγγελία,σχέδιο,Σύστημα,μέθοδος,τάξη,μοτίβο

shambled => σέρνονταν, shamble => κουτσαίνω, shamash => Σαμάς, shamanize => σαμανίζω, shamanistic => σαμανικός,