Greek Meaning of disarray
ακαταστασία
Other Greek words related to ακαταστασία
- χάος
- Σύγχυση
- διαταραχή
- αποδιοργάνωση
- καταστροφή
- κόλαση
- ανακάτεμα
- ακαταστασία
- αναρχία
- ακαταστασία
- αταξία
- ατημέλητο
- αταξία
- δωρεάν για όλους
- διάολε
- Καταστροφή
- χάος
- Πρέπει
- ταραχή
- σκορπαρισμένα
- Λακκάκι των φιδιών
- Μπερδέματα
- πέφτω
- welter
- ανθρωποκτονία εξ αμελείας
- αταξία
- μίγμα
- κόμπος
- λαβύρινθος
- ανομία
- δίνη
- Σφηκοφωλιά
- Λαβύρινθος
- ανάμεικτα
- μυστήριο
- ακατάστατο
- αταξία
- βάλτος
- ποικιλόμορφος
- Ανάμειξη
- γρυλίζω
- καταιγίδα
- web
Nearest Words of disarray
Definitions and Meaning of disarray in English
disarray (n)
a mental state characterized by a lack of clear and orderly thought and behavior
untidiness (especially of clothing and appearance)
disarray (v)
bring disorder to
disarray (v. t.)
To throw into disorder; to break the array of.
To take off the dress of; to unrobe.
disarray (n.)
Want of array or regular order; disorder; confusion.
Confused attire; undress.
FAQs About the word disarray
ακαταστασία
a mental state characterized by a lack of clear and orderly thought and behavior, untidiness (especially of clothing and appearance), bring disorder toTo throw
χάος,Σύγχυση,διαταραχή,αποδιοργάνωση,καταστροφή,κόλαση,ανακάτεμα,ακαταστασία,αναρχία,ακαταστασία
παραγγελία,τάξη,Σύστημα,μέθοδος,μοτίβο,σχέδιο
disarranging => αποδιοργανωτική, disarrangement => αταξία, disarranged => αποδιοργανωμένος, disarrange => αποδιοργανώνω, disarming => αποπλιστικός,