Greek Meaning of acquisitive
αποκτηστικός
Other Greek words related to αποκτηστικός
- φιλάργυρος
- άπληστος
- επιθυμητός
- πρόθυμος
- Ταιριαστός
- μισθοφόρος
- πρόθυμος
- άρπαγας
- αρπαγή
- Υλιστικός
- αρπακτικό
- λαχτάρα
- φιλάργυρος
- καταβροχθίζοντας
- δυσαρέσκεια
- δυσαρεστημένος
- εγωκεντρικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- λαιμαργός
- καταβροχθίζω
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- αχόρταγος
- φαγούρα
- λιχούδης
- δυσαρεστημένος
- τσιγκούνης
- χοιρινός
- Γουρουνάκι
- άπληστος
- αγανακτισμένος
- εγωκεντρικός
- χοιρινός
- Ασβεστος
- δυσαρεστημένος
- άπληστος
- εμπορικός
Nearest Words of acquisitive
Definitions and Meaning of acquisitive in English
acquisitive (a)
eager to acquire and possess things especially material possessions or ideas
acquisitive (a.)
Acquired.
Able or disposed to make acquisitions; acquiring; as, an acquisitive person or disposition.
FAQs About the word acquisitive
αποκτηστικός
eager to acquire and possess things especially material possessions or ideasAcquired., Able or disposed to make acquisitions; acquiring; as, an acquisitive pers
φιλάργυρος,άπληστος,επιθυμητός,πρόθυμος,Ταιριαστός,μισθοφόρος,πρόθυμος,άρπαγας,αρπαγή,Υλιστικός
αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,ελεγχόμενος,γενναιόδωρος,όμορφος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,γενναιόδωρος
acquisition agreement => συμφωνία εξαγοράς, acquisition => απόκτηση, acquisite => αποκτώ, acquiry => εξαγορά, acquiring => Αποκτώντας,