Greek Meaning of coveting
λαχτάρα
Other Greek words related to λαχτάρα
- αποκτηστικός
- φιλάργυρος
- άπληστος
- επιθυμητός
- πρόθυμος
- Ταιριαστός
- μισθοφόρος
- πρόθυμος
- αρπαγή
- Υλιστικός
- αρπακτικό
- φιλάργυρος
- απρόθυμα
- καταβροχθίζοντας
- δυσαρέσκεια
- δυσαρεστημένος
- εγωκεντρικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- λαιμαργός
- καταβροχθίζω
- άρπαγας
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- αχόρταγος
- φαγούρα
- λιχούδης
- τσιγκούνης
- χοιρινός
- Γουρουνάκι
- άπληστος
- αγανακτισμένος
- χοιρινός
- Ασβεστος
- δυσαρεστημένος
- άπληστος
- εμπορικός
Nearest Words of coveting
Definitions and Meaning of coveting in English
coveting
to feel inordinate desire for what belongs to another, to wish for greatly or with envy, to desire (what belongs to another) inordinately or culpably, to wish for earnestly
FAQs About the word coveting
λαχτάρα
to feel inordinate desire for what belongs to another, to wish for greatly or with envy, to desire (what belongs to another) inordinately or culpably, to wish f
αποκτηστικός,φιλάργυρος,άπληστος,επιθυμητός,πρόθυμος,Ταιριαστός,μισθοφόρος,πρόθυμος,αρπαγή,Υλιστικός
αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,ελεγχόμενος,γενναιόδωρος,όμορφος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,γενναιόδωρος
coves => όρμοι, cover-ups => κουκουλώματα, coverture => κάλυψη, coverts => νεοφώτιστοι, covers => καλύπτει,