Greek Meaning of covered (up)

καλυμμένος (πάνω)

Other Greek words related to καλυμμένος (πάνω)

Definitions and Meaning of covered (up) in English

covered (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word covered (up)

καλυμμένος (πάνω)

(σιωπημένος),καταπιεσμένη,καταπνιγμένος,λογοκριμένος,σιωπηλός,πνιγηρός,λιποθύμησε,φιμωμένος,φιμωμένο,ακυρώθηκε

Αποκαλύφθηκε,αποκαλυπτόμενη,εκτεθειμένο,δημοσιευμένα,αποκάλυψε,εμφανίστηκε,είπε,αποκαλυμμένος,ξεσκεπασμένος,αποκαλυμμένος

cover-all => Ολικό, cover girls => Κορίτσια εξωφύλλου, cover (up) => κάλυμμα (πάνω), covens => αγέλες, covenants => συμφωνίες,