Greek Meaning of censored

λογοκριμένος

Other Greek words related to λογοκριμένος

Definitions and Meaning of censored in English

Wordnet

censored (a)

suppressed or subject to censorship

FAQs About the word censored

λογοκριμένος

suppressed or subject to censorship

λογοκριμένος,διαγραμμένο,<br> επεξεργασμένο<br>,εξαγνισμένος,εξεταστείσα,συντομευμένο,συντομευμένος,καθαρισμένος,κόβω,εξετασθεί

εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,κυρώσεις

censor => λογοκριτής, censing => θυμίαμα, censer => θυμιατήρι, censed => λογοκριμένος, cense => θυμίαμα,