Greek Meaning of scrutinized

εξετάστηκε

Other Greek words related to εξετάστηκε

Definitions and Meaning of scrutinized in English

Webster

scrutinized (imp. & p. p.)

of Scrutinize

FAQs About the word scrutinized

εξετάστηκε

of Scrutinize

εξετασθεί,επιθεωρήθηκε,εξεταστείσα,Σαρωμένο,εξετασμένος,προβολής,αναλυθέν,ελεγμένο,ελέγχθηκε (έξω),ανατομικός

ρίχνω μια ματιά (σε ή πάνω από),έχασε,skimmed

scrutinize => εξετάζω, scrutiniser => ελεγκτής, scrutinise => Εξετάζω, scrutineer => εφορευτική επιτροπή, scrutin uninominal voting system => Απλό πλειοψηφικό σύστημα,