Greek Meaning of explored
εξερευνηθεί
Other Greek words related to εξερευνηθεί
Nearest Words of explored
- explorement => Εξερεύνηση
- explorer => εξερευνητής
- explorer's gentian => Γεντιανή του εξερευνητή
- exploring => εξερεύνηση
- explosion => έκρηξη
- explosive charge => εκρηκτική γόμωση
- explosive compound => Εκρηκτική ύλη
- explosive detection system => Σύστημα ανίχνευσης εκρηκτικών
- explosive device => εκρηκτικός μηχανισμός
- explosive mixture => εκρηκτικό μίγμα
Definitions and Meaning of explored in English
explored (imp. & p. p.)
of Explore
FAQs About the word explored
εξερευνηθεί
of Explore
εξετασθεί,εξετάστηκε,σκάβω (μέσα σε),ερωτήθηκε,επιθεωρήθηκε,κοίταξε μέσα,εξετάστηκε,Ερευνημένος,Σαρωμένο,μελετήθηκε
No antonyms found.
explore => εξερευνώ, exploratory survey => Εξερευνητική έρευνα, exploratory => εξερευνητικός, explorator => εξερευνητής, explorative => εξερευνητικός,