FAQs About the word explorate

εξερεύνηση

To explore.

No synonyms found.

No antonyms found.

explorable => διερευνήσιμο, exploitive => εκμεταλλευτικός, exploiter => εκμεταλλευτής, exploited => εκμεταλλευμένος, exploitatory => εκμεταλλευτικός,