FAQs About the word exploitive

εκμεταλλευτικός

tending to exploit or make use of

No synonyms found.

No antonyms found.

exploiter => εκμεταλλευτής, exploited => εκμεταλλευμένος, exploitatory => εκμεταλλευτικός, exploitative => εκμεταλλευτικός, exploitation => εκμετάλλευση,