FAQs About the word exploiter

εκμεταλλευτής

a person who uses something or someone selfishly or unethically

αρπακτικό,χρήστης,χαρταετός,βδέλλα,Καρχαρίας,σφουγγάρι,βαμπίρ,γύπας,λύκος,Βαμπίρ

θήραμα

exploited => εκμεταλλευμένος, exploitatory => εκμεταλλευτικός, exploitative => εκμεταλλευτικός, exploitation => εκμετάλλευση, exploit => εκμεταλλεύομαι,