FAQs About the word exploding

Εκρηκτικό

of Explode

φυσώντας,έκρηξη,σκάσιμο,Κράμπινγκ,Φεύγω,συντριπτικός,αεροστατική,εκρήγνυται,ανθηρός,εκφόρτωση

καταρρέων,έκρηξη προς τα μέσα,σιγοβράζω

exploder => έκρηξη, explodent => εκρηκτική, exploded => εξερράγη, explode => εκρήγνυμαι, explicitness => σαφήνεια,