Greek Meaning of explicit
σαφής
Other Greek words related to σαφής
- ολοκληρωμένο
- ορισμένος
- οριστικός
- εκφράζω
- κυριολεκτικός
- συγκεκριμένος
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- ομολογημένος
- κατηγορηματικός
- σαφής
- σαφής
- ολοκληρωμένο
- κατανοητός
- εξαντλητικός
- γεμάτος
- ακριβής
- απλός
- δηλωμένο
- μονοσήμαντος
- κατηγορηματικός
- βέβαιος
- Δηλωθεί
- άμεσο
- διακριτός
- ακριβές
- Κατανοητός
- Σαφής
- απλός
- απλός
- σίγουρα
- κατανοητός
- καλά καθορισμένο
Nearest Words of explicit
- explicatory => επεξηγηματικός
- explicator => Εξηγητής
- explicative => επεξηγηματικός
- explication de texte => Ερμηνεία κειμένου
- explication => εξήγηση
- explicating => Επεξηγώντας
- explicated => εξηγείται
- explicate => εξηγώ
- explicandum => Εξπλικάνδουμ (εκείνο που πρέπει να ερμηνευθεί)
- explicableness => ερμηνευσιμότητα
Definitions and Meaning of explicit in English
explicit (a)
precisely and clearly expressed or readily observable; leaving nothing to implication
explicit (s)
in accordance with fact or the primary meaning of a term
explicit (a.)
A word formerly used (as finis is now) at the conclusion of a book to indicate the end.
Not implied merely, or conveyed by implication; distinctly stated; plain in language; open to the understanding; clear; not obscure or ambiguous; express; unequivocal; as, an explicit declaration.
Having no disguised meaning or reservation; unreserved; outspoken; -- applied to persons; as, he was earnest and explicit in his statement.
FAQs About the word explicit
σαφής
precisely and clearly expressed or readily observable; leaving nothing to implication, in accordance with fact or the primary meaning of a termA word formerly u
ολοκληρωμένο,ορισμένος,οριστικός,εκφράζω,κυριολεκτικός,συγκεκριμένος,αναμφίβολος,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,ομολογημένος
ασαφής,σκοτεινός, -ή, -ό,έμμεσος,σιωπηρός,εξαγόμενο,ασαφής,ασαφές,ελικοειδής,μυστηριώδης,αινιγματικός
explicatory => επεξηγηματικός, explicator => Εξηγητής, explicative => επεξηγηματικός, explication de texte => Ερμηνεία κειμένου, explication => εξήγηση,