Greek Meaning of univocal
μονοσήμαντος
Other Greek words related to μονοσήμαντος
- ορισμένος
- οριστικός
- σαφής
- εκφράζω
- συγκεκριμένος
- κατηγορηματικός
- σαφής
- κατανοητός
- ολοκληρωμένο
- κυριολεκτικός
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- ομολογημένος
- κατηγορηματικός
- βέβαιος
- σαφής
- ολοκληρωμένο
- Δηλωθεί
- άμεσο
- διακριτός
- ακριβές
- εξαντλητικός
- γεμάτος
- Κατανοητός
- Σαφής
- απλός
- ακριβής
- απλός
- δηλωμένο
- απλός
- σίγουρα
- κατανοητός
- καλά καθορισμένο
Nearest Words of univocal
- univocacy => μονοσημία
- universology => Κοσμολογία
- universologist => Κοσμολόγος
- universological => κοσμολογικός
- university student => Φοιτητής πανεπιστημίου
- university of wisconsin => Πανεπιστήμιο του Wisconsin
- university of west virginia => Πανεπιστήμιο της Δυτικής Βιρτζίνια
- university of washington => Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον
- university of vermont => Πανεπιστήμιο του Βερμόντ
- university of texas => Πανεπιστήμιο του Τέξας
Definitions and Meaning of univocal in English
univocal (a)
admitting of no doubt or misunderstanding; having only one meaning or interpretation and leading to only one conclusion
univocal (a.)
Having one meaning only; -- contrasted with equivocal.
Having unison of sound, as the octave in music. See Unison, n., 2.
univocal (n.)
Having always the same drift or tenor; uniform; certain; regular.
Unequivocal; indubitable.
A generic term, or a term applicable in the same sense to all the species it embraces.
A word having but one meaning.
FAQs About the word univocal
μονοσήμαντος
admitting of no doubt or misunderstanding; having only one meaning or interpretation and leading to only one conclusionHaving one meaning only; -- contrasted wi
ορισμένος,οριστικός,σαφής,εκφράζω,συγκεκριμένος,κατηγορηματικός,σαφής,κατανοητός,ολοκληρωμένο,κυριολεκτικός
ασαφής,μυστηριώδης,σκοτεινός, -ή, -ό,αινιγματικός,έμμεσος,σιωπηρός,εξαγόμενο,ασαφής,ασαφές,ελικοειδής
univocacy => μονοσημία, universology => Κοσμολογία, universologist => Κοσμολόγος, universological => κοσμολογικός, university student => Φοιτητής πανεπιστημίου,