Greek Meaning of comprehensive
ολοκληρωμένο
Other Greek words related to ολοκληρωμένο
- ολοσυμπεριλαμβανόμενο
- ολοκληρωμένο
- εγκυκλοπαιδικός
- εξαντλητικός
- εκτεταμένος
- γεμάτος
- παγκόσμιος
- Περιεκτικός
- πανοραμικός
- εμπεριστατωμένος
- all in
- ολοκληρωτικός
- Ευρύς
- φαρδύς δρόμος
- περιεκτικός
- Περιεκτικός
- γενικός
- μεγάλος
- λεωφορείο
- συνολικά
- καθολικός
- απέραντος
- ευρύ
- Ευρύ
- πλατύς
- Ολικό
- εγκυκλοπαιδικός
- διεξοδικός
- κουβέρτα
- καθολικός
- Κοσμικό
- Εγκύκλιος
- μακριά
- Μεγάλος
- αδιάκριτος
- πανοπτικός
- σάρωση
- απεριόριστος
- κοσμικός
- μακρόπνοος
- Συμπεριληπτική
Nearest Words of comprehensive
- comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση
- comprehensive school => Ενιαίο σχολείο
- comprehensively => Περιεκτικός
- comprehensiveness => πληρότητα
- compress => συμπιέζω
- compressed => συμπιεσμένος
- compressed air => Πεπιεσμένος αέρας
- compressed gas => Συμπιεσμένο αέριο
- compressed yeast => μαγιά
- compressibility => Συμπιεστότητα
Definitions and Meaning of comprehensive in English
comprehensive (n)
an intensive examination testing a student's proficiency in some special field of knowledge
comprehensive (a)
including all or everything
comprehensive (s)
broad in scope
FAQs About the word comprehensive
ολοκληρωμένο
an intensive examination testing a student's proficiency in some special field of knowledge, including all or everything, broad in scope
ολοσυμπεριλαμβανόμενο,ολοκληρωμένο,εγκυκλοπαιδικός,εξαντλητικός ,εκτεταμένος,γεμάτος,παγκόσμιος,Περιεκτικός,πανοραμικός,εμπεριστατωμένος
περιορισμένος,στενός,ακριβής,περιορισμένος,ειδικευμένος,συγκεκριμένος,περιγεγραμμένο,ακριβές,ατελής,άτομο
comprehension => κατανόηση, comprehensible => κατανοητός, comprehensibility => κατανοητότητα, comprehendible => κατανοητός, comprehended => Κατάλαβα,