Greek Meaning of encyclopedic
εγκυκλοπαιδικός
Other Greek words related to εγκυκλοπαιδικός
- ολοκληρωμένο
- εκτεταμένος
- γεμάτος
- πανοραμικός
- εμπεριστατωμένος
- ολοκληρωτικός
- ολοσυμπεριλαμβανόμενο
- Ευρύς
- περιεκτικός
- ολοκληρωμένο
- Περιεκτικός
- εξαντλητικός
- γενικός
- παγκόσμιος
- Περιεκτικός
- λεωφορείο
- καθολικός
- απέραντος
- πλατύς
- εγκυκλοπαιδικός
- διεξοδικός
- all in
- κουβέρτα
- φαρδύς δρόμος
- καθολικός
- Κοσμικό
- Εγκύκλιος
- μακριά
- Μεγάλος
- αδιάκριτος
- μεγάλος
- συνολικά
- πανοπτικός
- σάρωση
- απεριόριστος
- ευρύ
- Ευρύ
- κοσμικός
- Ολικό
- μακρόπνοος
- Συμπεριληπτική
Nearest Words of encyclopedic
- encyclopedian => εγκυκλοπαιδικός
- encyclopediacal => εγκυκλοπαιδικός
- encyclopedia => Εγκυκλοπαίδεια
- encyclopaedist => εγκυκλοπαιδιστής
- encyclopaedism => εγκυκλοπαιδισμός
- encyclopaedic => εγκυκλοπαιδικός
- encyclopaedia => εγκυκλοπαίδεια
- encyclical letter => εγκύκλιος επιστολή
- encyclical => Εγκύκλιος
- encyclic => εγκύκλιος
Definitions and Meaning of encyclopedic in English
encyclopedic (s)
comprehensive in scope or content (as an encyclopedia)
encyclopedic (a.)
Alt. of Encyclopedical
FAQs About the word encyclopedic
εγκυκλοπαιδικός
comprehensive in scope or content (as an encyclopedia)Alt. of Encyclopedical
ολοκληρωμένο,εκτεταμένος,γεμάτος,πανοραμικός,εμπεριστατωμένος,ολοκληρωτικός,ολοσυμπεριλαμβανόμενο,Ευρύς,περιεκτικός,ολοκληρωμένο
περιορισμένος,στενός,ακριβής,περιορισμένος,ειδικευμένος,συγκεκριμένος,περιγεγραμμένο,ακριβές,ατελής,άτομο
encyclopedian => εγκυκλοπαιδικός, encyclopediacal => εγκυκλοπαιδικός, encyclopedia => Εγκυκλοπαίδεια, encyclopaedist => εγκυκλοπαιδιστής, encyclopaedism => εγκυκλοπαιδισμός,