Greek Meaning of far-reaching
μακρόπνοος
Other Greek words related to μακρόπνοος
Nearest Words of far-reaching
Definitions and Meaning of far-reaching in English
far-reaching
having a wide range or effect, having a wide range, influence, or effect
FAQs About the word far-reaching
μακρόπνοος
having a wide range or effect, having a wide range, influence, or effect
Ευρύς,ολοκληρωμένο,βαθύς,εκτατικός,εκτεταμένος,σάρωση,ευρύ,διευρυμένο,γενικός,Ευρύ
περιορισμένος,στενός,περιορισμένος,περιγεγραμμένο
farragoes => μίξη, farmwork => αγροτικές εργασίες, farmhands => Αγρότες, farmers => αγρότες, farewells => αποχαιρετισμοί,