Greek Meaning of fastening (on)
στερέωση (ενεργοποίηση)
Other Greek words related to στερέωση (ενεργοποίηση)
- ασφαλίζοντας (στο ή στο)
- κατανόηση
- γαύγισμα
- σφίγγοντας
- συμπιέζοντας
- καμπή
- μπουκάλα
- αρπαγή
- συναρπαστικός
- κατοχή
- σχίσιμο
- προστασία
- αρπάζω (κάποιον)
- αφαίρεση (μακριά ή μακριά)
- απαγωγής
- συναρπαστικός
- σύλληψη
- κράτηση
- Εμπλοκή
- Ελκυστικό
- μπλεγμένος
- σαγηνευτικός
- Γλόβινγκ
- αρπάζοντας
- πάλη
- τρεμάμενος
- εμπλέκοντας
- Λασοβόλημα
- αλληλοεμπλοκή
- δίχτυ
- ραπ
- σχοινί
- κατάσχεση
- εμπόδια
- λαθροθηρία
- αρπαγή
- παγίδευση
- πάλη
Nearest Words of fastening (on)
Definitions and Meaning of fastening (on) in English
fastening (on)
to direct (something, such as one's eyes or attention) to (something)
FAQs About the word fastening (on)
στερέωση (ενεργοποίηση)
to direct (something, such as one's eyes or attention) to (something)
ασφαλίζοντας (στο ή στο),κατανόηση,γαύγισμα,σφίγγοντας,συμπιέζοντας,καμπή,μπουκάλα,αρπαγή,συναρπαστικός,κατοχή
χαμένος,εκφόρτωση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,πτώση,χαλάρωση,απελευθέρωση
fastened (on) => στερεωμένο (σε), fasten (on) => στερεώνω (σε), fastback => Φαστμπάκ, fashions => μόδα, fashionability => μόδα,